- ακρόψιλος
- ἀκρόψιλος, -ον (Α)γυμνός ή μαλακός κατά το άκρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + ψιλός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρόψιλον — ἀκρόψιλος bare masc/fem acc sg ἀκρόψιλος bare neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek